Συνέντευξη στη Φλώρα Κασσαβέτη
Κυρία Σχινά γιατί η ηπατίτιδα D χαρακτηρίζεται ως δορυφορικός ή μειονεκτικός ιός;
Η ηπατίτιδα D είναι μια ηπατική λοίμωξη που προκαλείται από τον ιό της Ηπατίτιδας D (Hepatitis D Virus, HDV). Ο HDV είναι γνωστός ως «δορυφορικός ιός» επειδή μπορεί να μολύνει μόνο άτομα που έχουν επίσης μολυνθεί από τον ιό της ηπατίτιδας Β (Hepatitis B Virus, HBV).
Τα άτομα με ηπατίτιδα D μπορούν να μολυνθούν και από τον HBV και από τον HDV ταυτόχρονα ή να νοσήσουν από ηπατίτιδα D αφού πρώτα μολυνθούν με HBV. Αυτοί οι δύο τύποι μόλυνσης από HDV είναι η HBV και HDV συνλοίμωξη και η Υπερλοίμωξη από HDV.
Ο ιός της ηπατίτιδας δέλτα (HDV) χαρακτηρίζεται επομένως ως ένας μειονεκτικός ιός, αφού ο κύκλος ζωής του εξαρτάται από την παρουσία του ιού της ηπατίτιδας B (HBV). Ο HDV μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη είτε ταυτόχρονα με τον ιό της ηπατίτιδας Β (συλλοίμωξη) ή να μολύνει άτομα με προϋπάρχουσα χρόνια ηπατίτιδα Β (επιλοίμωξη).
Εξηγήστε μας αναλυτικότερα τι είναι η HBV και HDV συνλοίμωξη
Τα άτομα που μολύνονται και από τον ιό HBV και από τον HDV ταυτόχρονα θεωρούνται συγχρόνως μολυσμένα. Η ταυτόχρονη μόλυνση με HBV και HDV μπορεί να προκαλέσει σοβαρά βραχυπρόθεσμα προβλήματα υγείας, ακόμη και ηπατική ανεπάρκεια, αλλά συνήθως δεν οδηγεί σε ισόβια ασθένεια.
Η οξεία ΗΒV+HDV συλλοίμωξη συνήθως οδηγεί σε αυτόματη κάθαρση και των δύο ιών, ενώ η πιθανότητα μετάπτωσής της σε χρόνια ΗΒV+HDV λοίμωξη είναι μόλις 5% στους ενήλικες. Η οξεία HDV επιλοίμωξη έχει βαρύτερη πορεία και κατά κανόνα (>90%) μεταπίπτει σε χρόνια HBV+HDV λοίμωξη.
Ο ιός της ηπατίτιδας δέλτα μπορεί να μολύνει τον άνθρωπο είτε μέσω ταυτόχρονης μόλυνσης με τον ιό της ηπατίτιδας Β, ή με επιμόλυνση χρόνιων φορέων HBV. HBV/HDV συλλοίμωξη, που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την κάθαρση και των δύο ιών, συνήθως οδηγεί σε οξεία ηπατίτιδα, με ευρύ κλινικό φάσμα από ασυμπτωματική/ήπια ηπατίτιδα έως σοβαρή οξεία ηπατίτιδα με οξεία ηπατική ανεπάρκεια.
Η επιλοίμωξη με τον ιό HDV ενός ατόμου με ηπατίτιδα Β κατά κανόνα οδηγεί σε επιμονή του HDV που οδηγεί σε χρόνια ηπατίτιδα D (CHD), που σχετίζεται με χειρότερη κλινική έκβαση από τον HBV με ταχύτερη και συχνότερη εξέλιξη σε κίρρωση.
Πόσες εβδομάδες μετά από τη μόλυνση με ΗDV εμφανίζονται συμπτώματα και ποια είναι αυτά;
Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως 3-7 εβδομάδες μετά τη μόλυνση με HDV. Μπορούν να περιλαμβάνουν:
Σκούρα ούρα ή κόπρανα σε χρώμα πηλού, Αίσθημα κούρασης, Πυρετό, Πόνο στις αρθρώσεις, Απώλεια όρεξης, Ναυτία, πόνο στο στομάχι, εμετό, Κίτρινο δέρμα ή μάτια (ίκτερος).
Τα άτομα πάντως με ηπατίτιδα D μπορεί να έχουν πιο σοβαρά συμπτώματα από εκείνους που έχουν μολυνθεί μόνο με HBV.
Ποιοι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για ηπατίτδας D;
Οι παράγοντες κινδύνου για ηπατίτιδα D και ηπατίτιδα Β είναι παρόμοιοι. Μπορεί να διατρέχετε αυξημένο κίνδυνο για ηπατίτιδα D εάν είστε:
- Άτομο που έχει ήδη μολυνθεί από HBV
- Άτομο που χρησιμοποιεί ή κάνει ενέσεις ναρκωτικών.
- Σεξουαλικός σύντροφος ατόμου που έχει μολυνθεί με HBV και HDV.
- Άτομο ήδη μολυσμένο από τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV) και τον HBV.
- Ένας άντρας που κάνει σεξ με άντρες.
- Μια οικιακή επαφή κάποιου με μόλυνση από HDV.
- Εργαζόμενος στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης ή της δημόσιας ασφάλειας που κινδυνεύει από επαγγελματική έκθεση σε αίμα ή σωματικά υγρά μολυσμένα με HDV.
- Ασθενής σε αιμοκάθαρση
Που είναι πιο συχνή η ηπατίτιδα D;
Ο ιός της ηπατίτιδας δέλτα εμφανίζει παγκόσμια κατανομή και η επιδημιολογία του αντικατοπτρίζει σε κάποιο βαθμό αυτήν της ηπατίτιδας Β, αν και τα επιδημιολογικά δεδομένα είναι αποσπασματικά και ελλιπή, λόγω της έλλειψης συστηματικών ερευνών στον γενικό πληθυσμό.
Το γεγονός ότι η ηπατίτιδα δέλτα εξακολουθεί να θεωρείται σπάνιο νόσημα και ο έλεγχος περιορίζεται κυρίως σε ομάδες υψηλού κινδύνου καθώς και η έλλειψη μέχρι πρόσφατα ειδικών διαγνωστικών εξετάσεων ήταν όλα σημαντικά εμπόδια στην πλήρη εκτίμηση του προβλήματος σε παγκόσμια κλίμακα.
Υπάρχουν ωστόσο γεωγραφικές περιοχές με ιδιαίτερα αυξημένο επιπολασμό του ιού που ονομάζονται «ενδημικοί θύλακες» όπως η Μογγολία, Πακιστάν, Μολδαβία, Υποσαχάρια Αφρική, Κεντρική Ασία, Νησιά Ειρηνικού, η λεκάνη του Αμαζονίου και η Ανατολική Ευρώπη.
Πρόσφατες μετα-αναλύσεις στο γενικό πληθυσμό παγκοσμίως αναφέρουν συχνότητα ανεύρεσης θετικού αντισώματος έναντι του ιού ηπατίτιδας δέλτα (anti-HDV) μεταξύ 0,11% και 0,98%, ενώ η αντίστοιχη συχνότητα στους ασθενείς με ηπατίτιδα Β κυμαίνεται μεταξύ 4,5% και 13%. Συχνά ο έλεγχος για ηπατίτιτδα δέλτα στους ασθενείς με ηπατίτιδα Β παραλείπεται.
Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ανέφεραν μια ταχεία εξέλιξη σε κίρρωση (σε λιγότερο από 3 χρόνια) σε περίπου το 15% των περιπτώσεων, ιδιαίτερα μεταξύ των ατόμων που κάνουν ενδοφλέβια χρήσης ουσιών. Ωστόσο, η κλινική πορεία δεν είναι πάντα ταχέως εξελισσόμενη και έχει αναφερθεί μια ήπια μορφή χρόνιας ηπατίτιδας σε σημαντικό ποσοστό ασθενών, κυρίως σε πιο πρόσφατους μελέτες. Ωστόσο, όταν η ηπατική βλάβη παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση.
Τα δεδομένα της επιδημιολογίας για την οξεία HDV λοίμωξη είναι περιορισμένα. Οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από μικρές επιδημίες που αφορούσαν πληθυσμούς υψηλού κινδύνου και νοσηλευόμενους ασθενείς.
Γενικώς, καταγράφεται σημαντική μείωση της επίπτωσης της οξείας HDV λοίμωξης την τελευταία δεκαετία τόσο στον αναπτυγμένο όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο πιθανότατα σχετιζόμενη με την ευρεία εφαρμογή του εμβολιασμού έναντι του ΗΒV.
Ποια είναι η εικόνα στη χώρα μας;
Στη χώρα μας, πρόσφατη ανάλυση (2023) έδειξε ότι ο μέσος anti-HDV επιπολασμός σε HBsAg θετικούς ασθενείς που παρακολοθούνται σε ειδικά ηπατολογικά κέντρα είναι 5,8% με ευρεία όμως διακύμανση μεταξύ των κέντρων, ενώ έλεγχος για anti-HDV είχε πραγματοποιηθεί στο ήμισυ περίπου των HBsAg θετικών ασθενών γεγονός που υποδηλώνει την πιθανή σημαντική υποεκτίμηση του προβλήματος. Η οροθετικότητα για anti-HDV συσχετίζονταν με νεαρότερη ηλικία, παρεντερική χρήση τοξικών ουσιών, γέννηση στο εξωτερικό, προχωρημένη ηπατική νόσο και τη γεωγραφική περιοχή του ηπατολογικού κέντρου.
Πώς μεταδίδεται;
Μπορείτε να πάθετε ηπατίτιδα D μόνο αφού έρθετε σε επαφή με το αίμα ή τα σωματικά υγρά κάποιου που έχει μολυνθεί με HDV. Αυτό μπορεί να συμβεί μέσω:
- Σεξ με άτομο που έχει μολυνθεί από τον ιό.
- Κοινή χρήση βελόνων, σύριγγων ή οποιουδήποτε άλλου εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ή την ένεση ναρκωτικών.
- Γέννηση ατόμου που έχει μολυνθεί από τον ιό (αν και αυτό είναι σπάνιο).
- Επαφή με αίμα από τις ανοιχτές πληγές ενός ατόμου που έχει μολυνθεί.
- Έκθεση σε αιχμηρά όργανα ή βελόνες που έχουν χρησιμοποιηθεί από μολυσμένα άτομα
- Κοινή χρήση προσωπικών αντικειμένων (για παράδειγμα, ξυράφια και οδοντόβουρτσες) που μπορεί να έχουν έρθει σε επαφή με το αίμα ενός ατόμου που έχει μολυνθεί.
Σε αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να επισημάνουμε πώς δεν μεταδίδεται η ηπατίτιδα D;
Η ηπατίτιδα D δεν μεταδίδεται μέσω της τροφής ή του νερού, της κοινής χρήσης σκευών, του θηλασμού, της αγκαλιάς, του φιλιού, του κρατήματος των χεριών, του βήχα ή του φτερνίσματος.
Πώς γίνεται η διάγνωση της ηπατίτιδας D;
Η διάγνωσης της ηπατίτιδας δέλτα βασίζεται στην ανίχνευση ειδικών αντισωμάτων έναντι του HDV (anti-HDV) και στην ανίχνευση του ίδιου του ιού με ευαίσθητες μοριακές τεχνικές, HDV RNA (PCR).
Όλοι οι ασθενείς με θετικό HBsAg πρέπει να ελέγχονται για παρουσία anti- HDV.
Οι ασθενείς με χρόνια HBV+ΗDV λοίμωξη πρέπει να αποφεύγουν την κατανάλωση οινοπνεύματος, να μην καπνίζουν, να διατηρούν καλό σωματικό βάρος και να αντιμετωπίζουν άλλους παράγοντες ηπατικής βλάβης.
Οι ασθενείς με χρόνια HBV+ΗDV λοίμωξη πρέπει να συστήνουν έλεγχο για HBV λοίμωξη σε όλους τους 1ου βαθμού συγγενείς τους (γονείς, αδέλφια, παιδιά) και τους ερωτικούς συντρόφους τους. Τα ανήλικα παιδιά και οι ερωτικοί σύντροφοι θα πρέπει να εμβολιάζονται έναντι του HBV, εφόσον δεν έχουν ανοσία.
Ποιος είναι ο βασικός τρόπος πρόληψης;
Αν και δεν υπάρχει εμβόλιο για την ηπατίτιδα D, το εμβόλιο για την ηπατίτιδα Β σας προστατεύει επίσης από την ηπατίτιδα D. Γενικώς, καταγράφεται σημαντική μείωση της επίπτωσης της οξείας HDV λοίμωξης την τελευταία δεκαετία τόσο στον αναπτυγμένο όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο πιθανότατα σχετιζόμενη με την ευρεία εφαρμογή του εμβολιασμού έναντι του ΗΒV.
Πρόσφατα, η κατανόησή της παθογένειας του HDV προχώρησε σημαντικά, οδηγώντας στον εντοπισμό νέων θεραπευτικών στόχων. Για πρώτη φορά από την ανακάλυψη του HDV στη δεκαετία του ’70, ειδικοί για τον HDV αντιιικοί παράγοντες όπως η μπουλεβερτίδη (BLV) και η λοναφαρνίμπη (LNF), έχουν φτάσει σε κλινική δοκιμή φάσης ΙΙΙ και υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για την αποτελεσματικότητά τους.
Υπάρχει θεραπεία;
Πρόσφατα, η κατανόησή της παθογένειας του HDV προχώρησε σημαντικά, οδηγώντας στον εντοπισμό νέων θεραπευτικών στόχων. Για πρώτη φορά από την ανακάλυψη του HDV στη δεκαετία του ’70, ειδικοί για τον HDV αντιιικοί παράγοντες όπως η μπουλεβερτίδη (BLV) και η λοναφαρνίμπη (LNF), έχουν φτάσει σε κλινική δοκιμή φάσης ΙΙΙ και υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για την αποτελεσματικότητά τους. Πριν από αυτές τις εξελίξεις η μόνη θεραπεία που χρησιμοποιούνταν μέχρι το 2020 στην Ελλάδα για ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα Β/D ήταν η Ιντερφερόνη-άλφα (ΙFNα) και ειδικότερα τις τελευταίες δύο δεκαετίες η πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη.
Πηγή: HEALTH TODAY MAGAZINE