Η άνοια είναι ένας όρος που περιγράφει μεταξύ άλλων, συμπτώματα όπως η προοδευτική έκπτωση της μνήμης, της σκέψης και της ικανότητας για καθημερινές δραστηριότητες. Οι συχνότερες μορφές είναι η νόσος Alzheimer και η αγγειακή άνοια, αλλά υπάρχουν και άλλοι τύποι. Πρόκειται για νόσο με σοβαρές συνέπειες τόσο για τον ασθενή όσο και για το περιβάλλον του: απώλεια λειτουργικότητας για τον ίδιο, ανάγκη για συνεχή φροντίδα, κόπωση, άγχος και θλίψη για την οικογένεια.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, περισσότεροι από 55 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ζουν με άνοια. Στην Ελλάδα, οι ασθενείς υπολογίζονται περίπου σε 200.000, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Η άνοια είναι μία από τις κύριες αιτίες αναπηρίας και εξάρτησης στους ηλικιωμένους, με σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος.
Έρευνες δείχνουν ότι έως και το 40% των περιστατικών άνοιας θα μπορούσε ενδεχομένως να προληφθεί, καθώς σχετίζεται με παράγοντες κινδύνου που φαίνεται να μπορούν να τροποποιηθούν κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται ο διαβήτης, η υπέρταση, η αυξημένη χοληστερόλη, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, η σωματική αδράνεια, η κοινωνική απομόνωση, η κατάθλιψη, η απώλεια ακοής ή όρασης, οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, το μορφωτικό υπόβαθρο και η έκθεση σε ρύπους του περιβάλλοντος.
Δεν είναι εφικτό να εξαλείψουμε τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας, μπορούμε όμως να αντιμετωπίσουμε τους παράγοντες που την αυξάνουν.
Η πρόσβαση των παιδιών στην εκπαίδευση και η δια βίου μάθηση βοηθούν στη δημιουργία “γνωστικού αποθέματος”, δηλαδή μιας εφεδρείας για τον εγκέφαλο που τον προστατεύει αργότερα. Η νοητική, σωματική και κοινωνική δραστηριότητα τόσο στη μέση όσο και στην τρίτη ηλικία φαίνεται να συμβάλλει στη μείωση του κινδύνου άνοιας.
Η αντιμετώπιση προβλημάτων στην ακοή και την όραση, με τη χρήση ακουστικών βοηθημάτων ή την έγκαιρη θεραπεία καταρράκτη και άλλων παθήσεων, αποτελεί επίσης σημαντικό μέτρο πρόληψης της άνοιας. Παράλληλα, η σωστή ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και του σακχάρου, η τακτική σωματική άσκηση, η διακοπή του καπνίσματος και ο περιορισμός του αλκοόλ, ενισχύουν την υγεία του εγκεφάλου.
Η φροντίδα της ψυχικής υγείας, με την έγκαιρη θεραπεία της κατάθλιψης και τη διατήρηση κοινωνικών σχέσεων, λειτουργεί ως προστατευτικός παράγοντας. Τέλος, η πρόληψη κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων με τη χρήση κατάλληλου προστατευτικού εξοπλισμού (π.χ. κράνος κατά την οδήγηση ή σε αθλήματα, όπου υπάρχει κίνδυνος χτυπημάτων στο κεφάλι), καθώς και η αποφυγή συμμετοχής σε αθλητικές δραστηριότητες αμέσως μετά από τραυματισμό κεφαλής, φαίνεται να μειώνουν ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας.
Το ιδανικό είναι οι παράγοντες κινδύνου να αντιμετωπίζονται από νωρίς, ωστόσο όφελος υπάρχει σε κάθε ηλικία. Οι παρεμβάσεις στη μέση ηλικία φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, ενώ ορισμένοι παράγοντες συνδέονται με κοινωνικές συνθήκες που μας επηρεάζουν σε όλη τη ζωή.
Η διαχείριση των παραπάνω παραγόντων μπορεί να χαρίσει περισσότερα χρόνια υγιούς ζωής και περιορίζει τον χρόνο ασθένειας ακόμη και σε όσους τελικά την αναπτύξουν.
Η πρόληψη της άνοιας αφορά όλη τη ζωή και χρειάζεται συνέπεια και διάρκεια. Κάθε επιλογή που βελτιώνει τη σωματική, νοητική και κοινωνική μας υγεία αποτελεί επένδυση, όχι μόνο για τον εγκέφαλο αλλά και για το μέλλον μας συνολικά