Ο καταρράκτης μπορεί να χειρουργηθεί από τα πολύ αρχικά στάδια του που ο ασθενής έχει ελάχιστη επιδείνωση της όρασης του ή και καθόλου μέχρι και πολύ προχωρημένα στάδια υπερώριμου καταρράκτη που ο ασθενής είναι πρακτικά τυφλός και ο καταρράκτης γίνεται αντιληπτός δια γυμνού οφθαλμού από άλλο άτομο που θα διαπιστώσει ότι η κόρη του ματιού του πάσχοντος έπαψε να είναι μαύρη αλλά είναι λευκή (λευκοκορία από τον λευκό υπερώριμο καταρρακτικό φακό που βρίσκεται πίσω από την κόρη).
Μάλιστα, οι διεθνείς τεχνολογικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, έχουν επιτρέψει στους χειρουργούς που τις ενσωμάτωσαν στη καθημερινή τους πράξη, να μπορούν να πραγματοποιούν με ασφαλή και προβλέψιμα αποτελέσματα το χειρουργείο όχι μόνο σε ανθρώπους με προχωρημένο καταρράκτη και χαμηλή όραση αλλά ακόμα και σε ανθρώπους που πέρασαν τα 50, δεν έχουν καθόλου καταρράκτη, ο φυσικός φακός τους είναι διαυγής και έχουν πολύ καλή όραση -αλλά με γυαλιά όρασης- είτε μακρινά, είτε κοντινά, είτε σε κάθε απόσταση. Το χειρουργείο σε αυτήν την περίπτωση δεν λέγεται χειρουργείο καταρράκτη -εφόσον αυτός ακόμα δεν υφίσταται- αλλά διαθλαστική φακεκτομή (refractive lensectomy -εκτομή του φακού του ματιού για λόγους διάθλασης) ή αφαίρεση διαυγούς φακού (clear lensextraction) και έχει ως στόχο την ισόβια πλέον απαλλαγή από γυαλιά όρασης.
Το συχνότερα εφαρμοζόμενο διεθνώς χειρουργείο καταρράκτη είναι με την τεχνική της φακοθρυψίας (phacoemulsification/phaco) κατά την οποία εφαρμόζεται ενέργεια με τη μορφή υπερήχων στο εσωτερικό του σκληρού καταρρακτικού φακού προκειμένου αυτός να θρυμματιστεί και να αφαιρεθεί και στη θέση του να τοποθετηθεί ένας τεχνητός διαυγής φακός.
Αυτό το οποίο αλλάζει όσον αφορά στο χειρουργείο είναι ότι όσο ταχύτερα χειρουργείται ο καταρράκτης τόσο πιο μαλακός είναι ο φακός και πιο εύκολα εξαιρέσιμος καθώς τόσο πιο εύκολα σπάζει σε κομμάτια με τη χρήση υπερήχων προκειμένου να αφαιρεθεί. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο χειρουργός θα προβεί σε ένα πιο εύκολο και πιο γρήγορο χειρουργείο στο οποίο θα πραγματοποιήσει λιγότερους χειρισμούς στο εσωτερικό του ματιού με μικρότερο κίνδυνο επιπλοκών και θα εφαρμόσει λιγότερο υπέρηχο για να κατακερματίσει τον φακό απ’ ότι στις περιπτώσεις προχωρημένου καταρράκτη με σκληρό φακό.

Όσο ταχύτερο είναι το χειρουργείο και όσο λιγότερος ο χρησιμοποιούμενος υπέρηχος, τόσο λιγότερο θα είναι το μετεγχειρητικό οίδημα του κερατοειδούς (του πλέον πρόσθιου διαφανούς τμήματος του ματιού) με αποτέλεσμα ο ασθενής να ανακτήσει τη βέλτιστη όρασή του σε ταχύτερο διάστημα μετά το χειρουργείο. Δηλαδή, μετά από ένα χειρουργείο ενός ήπιου/αρχόμενου καταρράκτη το οποίο διήρκησε κάτω από 10 λεπτά και ο χειρουργός χρησιμοποίησε υπέρηχο για 15 δευτερόλεπτα ο ασθενής ενδέχεται να μην έχει καθόλου μετεγχειρητικό οίδημα κερατοειδούς και να έχει τέλεια όραση ήδη από την ημέρα του χειρουργείου.
Αντιθέτως, μετά από το χειρουργείο ενός εξαιρετικά προχωρημένου καταρράκτη που διήρκησε μισή ώρα και χρησιμοποιήθηκε υπέρηχος για 2 λεπτά ο ασθενής ενδέχεται να έχει εκσεσημασμένο οίδημα κερατοειδούς το οποίο οδηγεί σε θολή όραση που μπορεί να διαρκέσει και εβδομάδες μέχρι να υποχωρήσει πλήρως. Βέβαια, η βαρύτητα του χειρουργείου δεν είναι ο μόνος παράγοντας που καθορίζει την ταχύτητα της μετεγχειρητικής ανάρρωσης και ανάκτησης της όρασης αλλά αυτήν εξαρτάται και από άλλους παράγοντες που σχετίζονται με την κατάσταση του κερατοειδούς του ασθενούς και άλλες συνυπάρχουσες οφθαλμικές και μη παθήσεις.

Συνεπώς, ο καταρράκτης είναι προτιμότερο να χειρουργείται όσο το δυνατόν νωρίτερα προκειμένου να γίνεται ένα όσο το δυνατό περισσότερο ασφαλές και γρήγορο χειρουργείο με τη λιγότερη δυνατή καταπόνηση τόσο για τον ασθενή όσο και για τον χειρουργό. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι ακόμα και δύσκολες περιπτώσεις ασθενών τυφλών από υπερώριμο καταρράκτη έχουν στα χέρια ενός δεινού χειρουργού εξαιρετική έκβαση και ο ασθενής μπορεί να ανακτήσει άριστη όραση.
Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να μην επηρεάζεται μόνον ο χρόνος του χειρουργείου αλλά και η επιλεγόμενη τεχνική αφού σε εξαιρετικά προχωρημένους καταρράκτες ενδέχεται να ενδείκνυται η παλαιότερη τεχνική της εξωπεριφακικής επέμβασης (ECCE) με την οποία -αν και συνήθως πρόκειται για βαρύτερο και πιο επεμβατικό χειρουργείο- επιτυγχάνονται επίσης άριστα αποτελέσματα.
ΕΝΔΟΘΗΛΙΟΜΕΤΡΗΣΗ ΚΕΡΑΤΟΕΙΔΟΥΣ
Με στόχο τον ακόμα πληρέστερο προεγχειρητικό έλεγχο, την αναβάθμιση της ασφαλείας των οφθαλμικών χειρουργείων και την παρακολούθηση των παθήσεων του κερατοειδούς επεκτείναμε τον εξοπλισμό μας παρέχοντας την πρώτη στη Λάρισα ενδοθηλιομέτρηση κερατοειδούς.
Ο κερατοειδής στην εσωτερική του επιφάνεια επικαλύπτεται από μια σειρά κυττάρων που ονομάζονται ενδοθηλιακά κύτταρα τα οποία επιτελούν μεταξύ άλλων έναν σημαντικό ρόλο της απομάκρυνσης υγρών από το εσωτερικό του κερατοειδούς (στρώμα) προς το εσωτερικό του ματιού. Γεννιόμαστε με έναν συγκεκριμένο αριθμό κυττάρων και κατά τη διάρκεια της ζωής μας σταθερά μειώνονται χωρίς να αντικαθίστανται όπως επίσης γίνεται από τραύματα, οφθαλμικά χειρουργεία και φλεγμονές.

Αν ο αριθμός τους μειωθεί κάτω από ένα κρίσιμο όριο, αδυνατούν να επιτελέσουν πλέον το έργο τους και ο κερατοειδής συσσωρεύει στο εσωτερικό του υγρό, θολώνει οδηγώντας σε χαμηλή όραση, μια κατάσταση που είναι γνωστή ως ενδοθηλιακή ανεπάρκεια κερατοειδούς ή δυσπραγία του. Η δυσπραγία του κερατοειδούς μπορεί να είναι μη ανατάξιμη εφόσον τα ενδοθηλιακά κύτταρα δεν αναγεννώνται και να χρειάζεται αντικατάσταση τους με μεταμόσχευση.
Στην πράξη η συχνότερη αιτία δυσπραγίας κερατοειδούς είναι ως επιπλοκή μετά από ένα βαρύ χειρουργείο καταρράκτη σε έναν άνθρωπο με οφθαλμό με ήδη προβληματικό ενδοθήλιο προεγχειρητικά. Κατά το χειρουργείο καταρράκτη, λόγω των υπερήχων που χρησιμοποιούμε καταστρέφεται αναπόφευκτα ένας αριθμός ενδοθηλιακών κυττάρων.
Αν δοθεί πολύ μεγάλη ενέργεια, όπως σε πολύ ω προχωρημένους καταρράκτες μπορεί τα κύτταρα που θα μείνουν να είναι λιγότερα από τον ελάχιστο αριθμό που απαιτείται για τη σωστή λειτουργία του κερατοειδούς και να προκληθεί δυσπραγία του. Οι πιθανότητες της συγκεκριμένης επιπλοκής αυξάνονται αν ήταν ήδη παθολογικός ο αριθμός των ενδοθηλιακών κυττάρων από πριν, όπως λόγω δυστροφίας του κερατοειδούς, προηγούμενου χειρουργείου, τραύματος ή φλεγμονής.
Συνεπώς, η προεγχειρητική αξιολόγηση του ενδοθηλίου αποτελεί ένα αναγκαίο εργαλείο που μας επιτρέπει να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις πριν από οφθαλμικά χειρουργεία. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που κρίνουμε ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες μετεγχειρητικής δυσπραγίας κερατοειδούς θα ληφθούν 2 αποφάσεις:
- μη καθυστέρηση του χειρουργείου αφού κάθε εξέλιξη του καταρράκτη θα οδηγήσει σε ένα ακόμα πιο βαρύ χειρουργείο με μεγαλύτερο ενδοθηλιακό τραύμα
- τροποποίηση της χειρουργικής τεχνικής με στόχο τον ελάχιστο δυνατό τραυματισμό του ενδοθηλίου
Ή επ’ αόριστον αναβολή του χειρουργείου υπό τον φόβο της θόλωσης του κερατοειδούς δεν υφίσταται σαν επιλογή καθώς αργά ή γρήγορα ο ασθενής θα αναγκαστεί να υποβληθεί σε αυτό, αφού ο καταρράκτης θα προχωρήσει τόσο που θα είναι πλέον τυφλός και σε αυτήν την περίπτωση θα υποβληθεί σε ένα πιο εργώδες χειρουργείο με ακόμα μεγαλύτερες πιθανότητες μη αναστρέψιμης βλάβης του κερατοειδούς.










